- συμφύσεων
- συμφύσεω̆ν , σύμφυσιςgrowing togetherfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρδιόλυση — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση με σκοπό τη λύση συμφύσεων τής καρδιάς και τών μεγάλων αγγείων με γειτονικά όργανα … Dictionary of Greek
πλευρολυσία — η, Ν ιατρ. εγχειρητική λύση συμφύσεων τού υπεζωκότα οι οποίες εμποδίζουν τη σύμπτωση τού πνεύμονα κατά τη θεραπευτική τής φυματίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurolysis < πλευρά + λύση] … Dictionary of Greek
πνευμονοσυμφυσιολογία — η, Ν η χειρουργική επέμβαση για τη διάλυση τών συμφύσεων τού πνεύμονα με το εξωτερικό πέταλο τού υπεζωκότα … Dictionary of Greek
στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… … Dictionary of Greek
λαπαροσκόπηση — Μέθοδος ενδοσκοπικής εξέτασης των εσωτερικών οργάνων της κοιλίας και της πυέλου με τη χρήση λαπαροσκοπίου οπτικών ινών. Η λ. διαρκεί περίπου 30 λεπτά. Γίνεται με γενική νάρκωση και ο εξεταζόμενος ξαπλώνει ανάσκελα, με τα γόνατα λυγισμένα και… … Dictionary of Greek
χοληδόχος κύστη — Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η… … Dictionary of Greek